-
1 γυναίοις
γύναιονmade to a woman: neut dat plγύναιοςmade to a woman: masc /neut dat plγύναιοςmade to a woman: neut dat pl -
2 κυλίνδησις
κυλίνδησις, ἡ, das Wälzen, Sichumhertummeln, die Uebung; ἡ ἐν τοῖς λόγοις κυλ. Plat. Soph. 268 a; auch ἐν γυναίοις, Plut. Ant. 9.
-
3 κληδών
κληδών, όνος, ἡ, ion. u. ep. κλεηδών, ep. auch κληηδών (κλέω, καλέω); 1) wie φήμη, die Vorbedeutung, die in einem Worte, einer Rede, einem Laute liegt; ἃς ἄρ' ἔφαν· χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς Od. 18, 117, wo die Freier vorher gesagt haben Ζεύς τοι δοίη ὅττι μάλιστ' ἐϑέλεις, was Odysseus auf seinen Racheplan bezieht u. als eine günstige Vorbedeutung für diesen ansieht; vgl. 20, 120; so Her. 5, 72. 9, 91; κληδόνας δυςκρίτους ἐγνώρισ' αὐτοῖς Aesch. Prom. 484; vgl. Soph. El. 1099; in späterer Prosa, δέχομαι τὴν κληδόνα Luc. de lapsu in salt. 8; bei Plut. gen. gocr. 11 u. sonst falsch κλῃδών geschr., vgl. E. G. 294, 46. – 2) Ruf, Gerücht; ἤλυϑον, εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις, Kunde vom Vater, Od. 4, 317; πολλὰς κλύουσαν κληδόνας παλιγκότους Aesch. Ag. 837; ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος Ch. 840; vgl. Soph. Phil. 255; κληδὼν γὰρ ἦλϑεν ἐς πόλιν Eur. Herc. Fur. 1166, wie ἡ κληδὼν αὕτη σφι εἰςέπτατο Her. 9, 101; παρὰ τοῖς παιδαρίοις καὶ γυναίοις κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατέσχεν Andoc. 1, 130. – Dah. auch Ruhm; παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι ϑανόντι Aesch. Ch. 498; τί δῆτα δόξης ἢ τί κληδόνος καλῆς μάτην ῥεούσης ὠφέλημα γίγνεται Soph. O. C. 259. Aber auch αἰσχρὰ κλ., Eur. Alc. 316. – Das Rufen, Nennen; πρόσωϑεν ἐξήκουσα κληδόνος βοήν Aesch. Eum. 397; λιτὰς καὶ κληδόνας πατρῴους παρ' οὐδὲν ἔϑεντο Ag. 228, das Anrufen des Vaters.
-
4 δια-πληκτίζομαι
δια-πληκτίζομαι, dep. med., streiten, plänkeln; ἀκροβολισμοῖς Plut. Flamin. 3; τοῖς ἱππεῦσι, gegen die Reiter. Lucull. 51; auch σκώμμασι, necken, sich in Spöttereien überbieten, Syll. 2; γυναίοις, mit den Frauen schäkern, Plut. Timol. 14; ἀπὸ νευμάτων πρὸς τὸ γύναιον, mit lüsternen Blicken ansehen, Amator. 16 p. 34.
-
5 ενωραιζομαι
-
6 κυλινδησις
- εως ἥ1) постоянное обращение, т.е. хорошее знакомство, опытность(ἐν τοῖς λόγοις Plat.)
2) постоянное пребывание (в чьём-л. кругу), неразлучная связь(ἐν γυναίοις Plut.)
-
7 διαπληκτίζομαι
A spar, LXXEx.2.13;τινί Luc.Anach.11
: generally, skirmish with,ἱππεῦσι Plu.Luc.31
: metaph., wrangle,δ. τοῖς γυναίοις Id.Tim.14
;πρὸς γύναιον Id.2.760a
, cf. Agath.2.29: c. dat. modi,δ. τοῖς σκώμμασι Plu.Sull.2
:—late in [voice] Act., Horap.1.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπληκτίζομαι
-
8 κυλίνδησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλίνδησις
-
9 μηλόβοτος
μηλό-βοτος, ον,A grazed by sheep, epith. of pastoral districts, Pi.P.12.2, B.5.66, A.Supp. 548 (lyr.); χώραν μ. ἀνιέναι turn a district into a sheep-walk, i.e. lay it waste, Isoc.14.31, cf. Ph.2.473, D.L.6.87; ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (sc. τὴν Καρχηδόνα) App.BC1.24, cf.AP9.103 (Mund.): metaph.,μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν Philostr.VA5.27
, cf.VS1.21.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλόβοτος
-
10 ἐνωραΐζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνωραΐζομαι
-
11 διαπληκτίζομαι
δια-πληκτίζομαι, streiten, plänkeln; τοῖς ἱππεῦσι, gegen die Reiter; auch σκώμμασι, necken, sich in Spöttereien überbieten; γυναίοις, mit den Frauen schäkern; ἀπὸ νευμάτων πρὸς τὸ γύναιον, mit lüsternen Blicken ansehen
См. также в других словарях:
γυναίοις — γύναιον made to a woman neut dat pl γύναιος made to a woman masc/neut dat pl γύναιος made to a woman neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενωραΐζομαι — ἐνωραΐζομαι (Α) 1. θέλω να φαίνομαι ωραίος, κομψεύομαι για χάρη κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», Λουκιαν.) 2. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
κυλίνδηση — η (Α κυλίνδησις) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα αρχ. 1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.) 2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας … Dictionary of Greek
μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… … Dictionary of Greek
φιλόπαις — αιδος, ο, η, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά του 2. (γενικά) αυτός που αγαπά τα παιδιά αρχ. 1. (για άνδρα) παιδεραστής («ποτέρους ἀμείνονας ἡ γῇ, τοὺς φιλόπαιδας ἤ τοὺς γυναίοις ἀσμενίζοντας», Λουκιαν.) 2. (για… … Dictionary of Greek